λαρυγγόφωνα

λαρυγγόφωνα
τα лингв, гортанные звуки

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "λαρυγγόφωνα" в других словарях:

  • λαρυγγόφωνος — ή, ο (Α λαρυγγόφωνος, ον) 1. αυτός που η φωνή του λαρυγγίζει 2. αυτός που εκφωνείται με τον λάρυγγα («λαρυγγόφωνα σύμφωνα» οι λαρυγγικοί φθόγγοι) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το λαρυγγόφωνο τεχνολ. μικροφωνική συσκευή που εφαρμόζεται εξωτερικά στον… …   Dictionary of Greek

  • σανσκριτική — Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα της ινδοϊρανικής ομάδας, που μοιάζει αρκετά με την αβεστική. Δεν είναι δυνατό να εντοπίσουμε με ακρίβεια την εποχή της εμφάνισης της κλασικής σ., που διαδέχτηκε την αρχαιότερη βεδική ως γλώσσα του ινδικού πολιτισμού· από τα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»